τραντισιοναλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τραντισιοναλισμός < αγγλική traditionalism
Ουσιαστικό επεξεργασία
τραντισιοναλισμός αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
τραντισιοναλισμός
→ δείτε τη λέξη παραδοσιοκρατία |