τραμπουκαρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τραμπουκαρία < τραμπούκ(ος) + -αρία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατραμπουκαρία θηλυκό
- (μειωτικό) σύνολο τραμπούκων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τραμπουκαρία
|
Πηγές
επεξεργασία- Θεολόγος Βοσταντζόγλου (²1962), Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση, σελ. 649.