(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τραμπάκουλας οι τραμπάκουλες
      γενική του τραμπάκουλα
    αιτιατική τον τραμπάκουλα τους τραμπάκουλες
     κλητική τραμπάκουλα τραμπάκουλες
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραμπάκουλας < τραμπάκουλ(ο) + -ας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τραμπάκουλας αρσενικό (θηλυκό ή τραμπάκισσα)

  • κυρίως για ιδιοκτήτη πλοίου ή καπετάνιο, ο πλοίαρχος, δευτερογενώς ο ναυτικός, ο μούτσος
  • (μειωτικό) φοβιτσιάρης, που φεύγει γρήγορα