↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρακαδόρισσα οι τρακαδόρισσες
      γενική της τρακαδόρισσας των τρακαδορισσών
    αιτιατική την τρακαδόρισσα τις τρακαδόρισσες
     κλητική τρακαδόρισσα τρακαδόρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρακαδόρισσα < τρακαδόρος + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρακαδόρισσα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη τρακαδόρος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία