τραγωδιογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τραγωδιογράφος < ελληνιστική κοινή τραγῳδιογράφος / τραγῳδογράφος
Ουσιαστικό επεξεργασία
τραγωδιογράφος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
τραγωδιογράφος
|
τραγωδιογράφος αρσενικό
|