τρίλια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τρίλια | οι | τρίλιες |
γενική | της | τρίλιας | — | |
αιτιατική | την | τρίλια | τις | τρίλιες |
κλητική | τρίλια | τρίλιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τρίλια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρίλια θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρίλια
|