τρέσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τρέσα | οι | τρέσες |
γενική | της | τρέσας | των | (τρεσών) |
αιτιατική | την | τρέσα | τις | τρέσες |
κλητική | τρέσα | τρέσες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τρέσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρέσα θηλυκό
- διακοσμητική ταινία:
- για ύφασμα
- για ξύλινη κατασκευή
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρέσα
|