τουρλουμπούκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τουρλουμπούκι | τα | τουρλουμπούκια |
γενική | του | τουρλουμπουκιού | των | τουρλουμπουκιών |
αιτιατική | το | τουρλουμπούκι | τα | τουρλουμπούκια |
κλητική | τουρλουμπούκι | τουρλουμπούκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el
επεξεργασία- τουρλουμπούκι τουρκική ? türlü[1] → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατουρλουμπούκι ουδέτερο
- πλήθος χωρίς συνοχή, ομάδα αποτελούμενη από τυχαία μέρη
- πλήθος-τσούρμο κινούμενο τυχαία-χαοτικά