τοπικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τοπικότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατοπικότητα θηλυκό
- ο ιδιαίτερος χαρακτήρας ενός τόπου
- τοπικισμός
- (πληροφορική) βλ. τοπικότητα της αναφοράς
Μεταφράσεις
επεξεργασία τοπικότητα
|