τολμηρότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τολμηρότης | αἱ | τολμηρότητες | ||||
γενική | τῆς | τολμηρότητος | τῶν | τολμηροτήτων | ||||
δοτική | τῇ | τολμηρότητι | ταῖς | τολμηρότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | τολμηρότητα | τὰς | τολμηρότητας | ||||
κλητική ὦ! | τολμηρότης | τολμηρότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τολμηρότης (μαρτυρείται από το 1898) [1] < τολμηρ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίατολμηρότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 999, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου