πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τοκολόγιο τα τοκολόγια
      γενική του τοκολόγιου
& τοκολογίου
των τοκολόγιων
& τοκολογίων
    αιτιατική το τοκολόγιο τα τοκολόγια
     κλητική τοκολόγιο τοκολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τοκολόγιο < τοκο(ς) + -λόγιο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τοκολόγιο ουδέτερο

  • πίνακας στον οποίο φαίνονται οι τόκοι για συγκεκριμένο κεφάλαιο και επιτόκιο για τακτικές χρονικές περιόδους

Μεταφράσεις

επεξεργασία