↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τοιχοκολλήτρα οι τοιχοκολλήτρες
      γενική της τοιχοκολλήτρας των τοιχοκολλητρών
    αιτιατική την τοιχοκολλήτρα τις τοιχοκολλήτρες
     κλητική τοιχοκολλήτρα τοιχοκολλήτρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τοιχοκολλήτρα < τοιχοκολλητής + κατάληξη θηλυκού -τρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τοιχοκολλήτρα θηλυκό

  • τοιχοκολλήτρα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία