τμηματεκτομή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τμηματεκτομή < τμηματ(ος) + -εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίατμηματεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) αφαίρεση τμήματος όγκου
Μεταφράσεις
επεξεργασία τμηματεκτομή
|