τιτλοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τιτλοποίηση | οι | τιτλοποιήσεις |
γενική | της | τιτλοποίησης* | των | τιτλοποιήσεων |
αιτιατική | την | τιτλοποίηση | τις | τιτλοποιήσεις |
κλητική | τιτλοποίηση | τιτλοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τιτλοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τιτλοποίηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατιτλοποίηση θηλυκό
- πρόκειται για τραπεζικό ορισμό και αφορά την έκδοση χρεογράφων από διάφορες απαιτήσεις του ενεργητικού του εν λόγω ιδρύματος (παραδείγματος χάριν, δάνεια, υποθήκες και άλλα σχετικά εργαλεία) και καλύπτονται εφεξής από τις ταμειακές ροές.
- η τράπεζα «Κάπα» τιτλοποίησε 10,000 δάνεια, τα οποία είχε εκχωρήσει σε νοικοκυριά για το έτος 2012, με σκοπό να τα πουλήσει στη δευτερογενή αγορά (αγορά που απευθύνεται σε άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα), ούτως ώστε να αποκτήσει την απαραίτητη κεφαλαιακή επάρκεια και ρευστότητα που χρειάζεται για να καλύψει τρέχωντες λογαριασμούς, με τους δανειολήπτες να πληρώνουν κανονικά τα χρεωλύσιά τους στον νέο ιδιοκτήτη των δανείων
Μεταφράσεις
επεξεργασία τιτλοποίηση