τιτάνωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τιτάνωση | οι | τιτανώσεις |
γενική | της | τιτάνωσης* | των | τιτανώσεων |
αιτιατική | την | τιτάνωση | τις | τιτανώσεις |
κλητική | τιτάνωση | τιτανώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τιτανώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τιτάνωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τιτάνωση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
τιτάνωση
|