↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τιτάνωση οι τιτανώσεις
      γενική της τιτάνωσης* των τιτανώσεων
    αιτιατική την τιτάνωση τις τιτανώσεις
     κλητική τιτάνωση τιτανώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τιτανώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τιτάνωση μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα στην καθαρεύουσα (τιτάνωσις)[1] < αρχαία ελληνική τίταν(ος) + -ωση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τιτάνωση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 996, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου