Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τιμαριωτισμός οι τιμαριωτισμοί
      γενική του τιμαριωτισμού των τιμαριωτισμών
    αιτιατική τον τιμαριωτισμό τους τιμαριωτισμούς
     κλητική τιμαριωτισμέ τιμαριωτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τιμαριωτισμός < τιμάριο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τιμαριωτισμός αρσενικό

  1. παλιό σύστημα πολιτικής και στρατιωτικής διοίκησης με βάση τα τιμάρια
    ο τιμαριωτισμός εξακολούθησε να υπάρχει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μέχρι το 1844

  Μεταφράσεις επεξεργασία