τηλεταχύμετρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τηλεταχύμετρο | τα | τηλεταχύμετρα |
γενική | του | τηλεταχύμετρου & τηλεταχυμέτρου |
των | τηλεταχύμετρων & τηλεταχυμέτρων |
αιτιατική | το | τηλεταχύμετρο | τα | τηλεταχύμετρα |
κλητική | τηλεταχύμετρο | τηλεταχύμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τηλεταχύμετρο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τηλεταχύμετρο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
τηλεταχύμετρο
|