καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τεχνῖτις αἱ τεχνίτιδες
      γενική τῆς τεχνίτιδος τῶν τεχνιτίδων
      δοτική τῇ τεχνίτιδι ταῖς τεχνίτισι(ν)
    αιτιατική τὴν τεχνῖτιν τὰς τεχνίτιδας
     κλητική ! τεχνῖτι τεχνίτιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τεχνῖτις, -ιδος θηλυκό