τεχνουργώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τεχνουργώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τεχνουργῶ, συνηρημένος τύπος του τεχνουργέω < τεχνουργός < αρχαία ελληνική τέχνη + ἔργον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /te.xnuɾˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐χνουρ‐γώ
Ρήμα
επεξεργασίατεχνουργώ, αόρ.: τεχνούργησα, παθ.φωνή: τεχνουργούμαι, π.αόρ.: τεχνουργήθηκα, μτχ.π.π.: τεχνουργημένος
- δημιουργώ κάτι με τέχνη ή με καλλιτεχνικό τρόπο, με καλλιτεχνικότητα
- δημιουργώ κάτι τεχνικά μέσα ή εφαρμόζοντας κάποια τεχνική
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις τεχνουργός, τέχνη και έργο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τεχνουργώ | τεχνουργούσα | θα τεχνουργώ | να τεχνουργώ | τεχνουργώντας | |
β' ενικ. | τεχνουργείς | τεχνουργούσες | θα τεχνουργείς | να τεχνουργείς | ||
γ' ενικ. | τεχνουργεί | τεχνουργούσε | θα τεχνουργεί | να τεχνουργεί | ||
α' πληθ. | τεχνουργούμε | τεχνουργούσαμε | θα τεχνουργούμε | να τεχνουργούμε | ||
β' πληθ. | τεχνουργείτε | τεχνουργούσατε | θα τεχνουργείτε | να τεχνουργείτε | τεχνουργείτε | |
γ' πληθ. | τεχνουργούν(ε) | τεχνουργούσαν(ε) | θα τεχνουργούν(ε) | να τεχνουργούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τεχνούργησα | θα τεχνουργήσω | να τεχνουργήσω | τεχνουργήσει | ||
β' ενικ. | τεχνούργησες | θα τεχνουργήσεις | να τεχνουργήσεις | τεχνούργησε | ||
γ' ενικ. | τεχνούργησε | θα τεχνουργήσει | να τεχνουργήσει | |||
α' πληθ. | τεχνουργήσαμε | θα τεχνουργήσουμε | να τεχνουργήσουμε | |||
β' πληθ. | τεχνουργήσατε | θα τεχνουργήσετε | να τεχνουργήσετε | τεχνουργήστε | ||
γ' πληθ. | τεχνούργησαν τεχνουργήσαν(ε) |
θα τεχνουργήσουν(ε) | να τεχνουργήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τεχνουργήσει | είχα τεχνουργήσει | θα έχω τεχνουργήσει | να έχω τεχνουργήσει | ||
β' ενικ. | έχεις τεχνουργήσει | είχες τεχνουργήσει | θα έχεις τεχνουργήσει | να έχεις τεχνουργήσει | ||
γ' ενικ. | έχει τεχνουργήσει | είχε τεχνουργήσει | θα έχει τεχνουργήσει | να έχει τεχνουργήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τεχνουργήσει | είχαμε τεχνουργήσει | θα έχουμε τεχνουργήσει | να έχουμε τεχνουργήσει | ||
β' πληθ. | έχετε τεχνουργήσει | είχατε τεχνουργήσει | θα έχετε τεχνουργήσει | να έχετε τεχνουργήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τεχνουργήσει | είχαν τεχνουργήσει | θα έχουν τεχνουργήσει | να έχουν τεχνουργήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τεχνουργούμαι | τεχνουργούμουν | θα τεχνουργούμαι | να τεχνουργούμαι | ||
β' ενικ. | τεχνουργείσαι | τεχνουργούσουν | θα τεχνουργείσαι | να τεχνουργείσαι | ||
γ' ενικ. | τεχνουργείται | τεχνουργούνταν | θα τεχνουργείται | να τεχνουργείται | ||
α' πληθ. | τεχνουργούμαστε | τεχνουργούμασταν τεχνουργούμαστε |
θα τεχνουργούμαστε | να τεχνουργούμαστε | ||
β' πληθ. | τεχνουργείστε | τεχνουργούσασταν τεχνουργούσαστε |
θα τεχνουργείστε | να τεχνουργείστε | τεχνουργείστε | |
γ' πληθ. | τεχνουργούνται | τεχνουργούνταν | θα τεχνουργούνται | να τεχνουργούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τεχνουργήθηκα | θα τεχνουργηθώ | να τεχνουργηθώ | τεχνουργηθεί | ||
β' ενικ. | τεχνουργήθηκες | θα τεχνουργηθείς | να τεχνουργηθείς | τεχνουργήσου | ||
γ' ενικ. | τεχνουργήθηκε | θα τεχνουργηθεί | να τεχνουργηθεί | |||
α' πληθ. | τεχνουργηθήκαμε | θα τεχνουργηθούμε | να τεχνουργηθούμε | |||
β' πληθ. | τεχνουργηθήκατε | θα τεχνουργηθείτε | να τεχνουργηθείτε | τεχνουργηθείτε | ||
γ' πληθ. | τεχνουργήθηκαν τεχνουργηθήκαν(ε) |
θα τεχνουργηθούν(ε) | να τεχνουργηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω τεχνουργηθεί | είχα τεχνουργηθεί | θα έχω τεχνουργηθεί | να έχω τεχνουργηθεί | τεχνουργημένος | |
β' ενικ. | έχεις τεχνουργηθεί | είχες τεχνουργηθεί | θα έχεις τεχνουργηθεί | να έχεις τεχνουργηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει τεχνουργηθεί | είχε τεχνουργηθεί | θα έχει τεχνουργηθεί | να έχει τεχνουργηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε τεχνουργηθεί | είχαμε τεχνουργηθεί | θα έχουμε τεχνουργηθεί | να έχουμε τεχνουργηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε τεχνουργηθεί | είχατε τεχνουργηθεί | θα έχετε τεχνουργηθεί | να έχετε τεχνουργηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν τεχνουργηθεί | είχαν τεχνουργηθεί | θα έχουν τεχνουργηθεί | να έχουν τεχνουργηθεί |