Δείτε επίσης: τεχνουργῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τεχνουργώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τεχνουργῶ, συνηρημένος τύπος του τεχνουργέω < τεχνουργός < αρχαία ελληνική τέχνη + ἔργον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /te.xnuɾˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐χνουρ‐γώ

  Ρήμα επεξεργασία

τεχνουργώ, αόρ.: τεχνούργησα, παθ.φωνή: τεχνουργούμαι, π.αόρ.: τεχνουργήθηκα, μτχ.π.π.: τεχνουργημένος

  1. δημιουργώ κάτι με τέχνη ή με καλλιτεχνικό τρόπο, με καλλιτεχνικότητα
  2. δημιουργώ κάτι τεχνικά μέσα ή εφαρμόζοντας κάποια τεχνική

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία