τεχνουργούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /te.xnuɾˈɣu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐χνουρ‐γού‐μαι
- ομόηχο: τεχνουργούμε
Ρήμα
επεξεργασίατεχνουργούμαι, π.αόρ.: τεχνουργήθηκα, μτχ.π.π.: τεχνουργημένος, (ενεργ.: τεχνουργώ)
- παθητική φωνή του ρήματος τεχνουργώ → δείτε και την κλίση