τεχνοκράτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τεχνοκράτισσα < τεχνοκράτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
τεχνοκράτισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη τεχνοκράτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
τεχνοκράτισσα
|
τεχνοκράτισσα θηλυκό
|