τετραϋδρογόνωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τετραϋδρογόνωση | οι | τετραϋδρογονώσεις |
γενική | της | τετραϋδρογόνωσης* | των | τετραϋδρογονώσεων |
αιτιατική | την | τετραϋδρογόνωση | τις | τετραϋδρογονώσεις |
κλητική | τετραϋδρογόνωση | τετραϋδρογονώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τετραϋδρογονώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τετραϋδρογόνωση < τετρα- + υδρογόνωση
Ουσιαστικό
επεξεργασίατετραϋδρογόνωση θηλυκό
- (χημεία) η με χημική αντίδραση προσθήκη τεσσάρων ατόμων υδρογόνου στο μόριο μιας χημικής ένωσης
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τετραϋδρογόνωση
|