τετράστρεμμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τετράστρεμμα ουδέτερο,
- έκταση τεσσάρων στρεμμάτων
- οικόπεδο, αγρός, ή χωράφι έκτασης τεσσάρων στρεμμάτων
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετράστρεμμα
|
τετράστρεμμα ουδέτερο,
|