Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετράστρεμμα τα τετραστρέμματα
      γενική του τετραστρέμματος των τετραστρεμμάτων
    αιτιατική το τετράστρεμμα τα τετραστρέμματα
     κλητική τετράστρεμμα τετραστρέμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετράστρεμμα < τετρα- + στρέμμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετράστρεμμα ουδέτερο,

  1. έκταση τεσσάρων στρεμμάτων
  2. οικόπεδο, αγρός, ή χωράφι έκτασης τεσσάρων στρεμμάτων

  Μεταφράσεις επεξεργασία