τετράρρυγχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τετράρρυγχος | οι | τετράρρυγχοι |
γενική | του | τετράρρυγχου & τετραρρύγχου |
των | τετράρρυγχων & τετραρρύγχων |
αιτιατική | τον | τετράρρυγχο | τους | τετράρρυγχους & τετραρρύγχους |
κλητική | τετράρρυγχε | τετράρρυγχοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τετράρρυγχος αρσενικό
- (ζωολογία): γένος παράσιτων σκωλήκων που φέρουν τέσσερις ρυγχοειδείς προβοσκίδες και ζουν στο πεπτικό σωλήνα του καρχαρία καθώς και της νάρκης
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετράρρυγχος
|