↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τετράργυρος οι τετράργυροι
      γενική του τετράργυρου
τετραργύρου
των τετράργυρων
τετραργύρων
    αιτιατική τον τετράργυρο τους τετράργυρους
τετραργύρους
     κλητική τετράργυρε τετράργυροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετράργυρος < τετρ- + άργυρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τετράργυρος αρσενικό

  • (χημεία) ομάδα τεσσάρων ατόμων αργύρου από την οποία και λαμβάνεται ως πρώτο ή δεύτερο προσδιοριστικό όνομα μια χημική ένω
    τετραοξείδιο του τετραργύρου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία