ταράκουλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταράκουλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταράκουλο ουδέτερο
- μεγάλη ψυχική ταραχή· κυρίως στην ονομαστική του ενικού σε εκφράσεις όπως: με πιάνει / μού 'ρθε / παθαίνω ταράκουλο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταράκουλο
|