ταξινομητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταξινομητής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταξινομητής αρσενικό, (θηλυκό ταξινομήτρια)
- που εκτελεί μια ταξινόμηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταξινομητής
ταξινομητής αρσενικό, (θηλυκό ταξινομήτρια)