Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταμάρινδος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ταμάρινδ
ος
οι
ταμάρινδ
οι
γενική
του
ταμάρινδ
ου
των
ταμάρινδ
ων
αιτιατική
τον
ταμάρινδ
ο
τους
ταμάρινδ
ους
κλητική
ταμάρινδ
ε
ταμάρινδ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ταμάρινδος
<
αραβική
تمر هندي
(
tamr hindī
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ταμάρινδος
αρσενικό
(
φυτό
) είδος δέντρου, ιθαγενές της τροπικής
Αφρικής
, με καρπούς σε σχήμα
λοβού
Συνώνυμα
επεξεργασία
ταμάρινθος
οξυφοίνικας
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ταμάρινδος
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταμάρινδος
αγγλικά
:
tamarind
(en)