Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τέτραρχος οι τέτραρχοι
      γενική του τέτραρχου
τετράρχου
των τέτραρχων
τετράρχων
    αιτιατική τον τέτραρχο τους τέτραρχους
τετράρχους
     κλητική τέτραρχε τέτραρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τέτραρχος < τετραρχία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τέτραρχος αρσενικό,

  Μεταφράσεις επεξεργασία