σόργος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σόργος | οι | σόργοι |
γενική | του | σόργου | των | σόργων |
αιτιατική | τον | σόργο | τους | σόργους |
κλητική | σόργε | σόργοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σόργος < σόργο
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σόργος αρσενικό
- (φυτό) άλλη μορφή του σόργο
Υπερώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Συρία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σόργος
|