σωματέμπορας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σωματέμπορας < (ελληνιστική κοινή) σωματέμπορος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασωματέμπορας αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία σωματέμπορας
→ δείτε τη λέξη σωματέμπορος |
σωματέμπορας αρσενικό
→ δείτε τη λέξη σωματέμπορος |