Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σχιζοφρένια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
σχιζοφρένι
α
οι
σχιζοφρένι
ες
γενική
της
σχιζοφρένι
ας
των
σχιζοφρενι
ών
αιτιατική
τη
σχιζοφρένι
α
τις
σχιζοφρένι
ες
κλητική
σχιζοφρένι
α
σχιζοφρένι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σχιζοφρένια
θηλυκό
και
σχιζοφρένεια
βλέπε
σχιζοφρένεια