↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σχελίς αἱ σχελίδες
      γενική τῆς σχελίδος τῶν σχελίδων
      δοτική τῇ σχελίδ ταῖς σχελίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σχελίδ τὰς σχελίδᾰς
     κλητική ! σχελίς* σχελίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σχελίδε
γεν-δοτ τοῖν  σχελίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σχελίς < άγνωστης ετυμολογίας. Δείτε περισσότερα στο σκελίς.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σχελίς, -ίδος θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία