σχεδιαγράφηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σχεδιαγράφηση | οι | σχεδιαγραφήσεις |
γενική | της | σχεδιαγράφησης* | των | σχεδιαγραφήσεων |
αιτιατική | τη | σχεδιαγράφηση | τις | σχεδιαγραφήσεις |
κλητική | σχεδιαγράφηση | σχεδιαγραφήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σχεδιαγραφήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σχεδιαγράφηση < σχεδιογράφηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίασχεδιαγράφηση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία σχεδιαγράφηση
|