Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφακιανόπιτα οι σφακιανόπιτες
      γενική της σφακιανόπιτας των (σφακιανοπιτών)
    αιτιατική τη σφακιανόπιτα τις σφακιανόπιτες
     κλητική σφακιανόπιτα σφακιανόπιτες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφακιανόπιτα < Σφακιαν(ή) + -ό- + -πιτα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σφακιανόπιτα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία