σφαγιάτικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σφαγιάτικο | ||
γενική | του | σφαγιάτικου | ||
αιτιατική | το | σφαγιάτικο | ||
κλητική | σφαγιάτικο | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασφαγιάτικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (παρωχημένο) η αμοιβή για τις υπηρεσίες ενός σφαγέα
Μεταφράσεις
επεξεργασία σφαγιάτικα
|