Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφέλα οι σφέλες
      γενική της σφέλας των σφελών
    αιτιατική τη σφέλα τις σφέλες
     κλητική σφέλα σφέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφέλα < σφελίδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σφέλα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία