↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συρμακέζης οι συρμακέζηδες
      γενική του συρμακέζη των συρμακέζηδων
    αιτιατική τον συρμακέζη τους συρμακέζηδες
     κλητική συρμακέζη συρμακέζηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συρμακέζης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συρμακέζης αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία