συριανά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίασυριανά
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | συριανά | ||
γενική | των | συριανών | ||
αιτιατική | τα | συριανά | ||
κλητική | συριανά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυριανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία συριανά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασυριανά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του συριανός