συνταυτισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνταυτισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνταυτισμός αρσενικό
- απόλυτη ταύτιση
- ※ Όπως είπα, η φιλία μας, μολονότι στενή, δεν έφτανε στο απόλυτο του συνταυτισμού δύο υπάρξεων. (Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος)
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνταυτισμός
|