συνορισιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνορισιά | οι | συνορισιές |
γενική | της | συνορισιάς | των | συνορισιών |
αιτιατική | τη | συνορισιά | τις | συνορισιές |
κλητική | συνορισιά | συνορισιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνορισιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνορισιά θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνορισιά
|