συνολοκλήρωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνολοκλήρωση | οι | συνολοκληρώσεις |
γενική | της | συνολοκλήρωσης* | των | συνολοκληρώσεων |
αιτιατική | τη | συνολοκλήρωση | τις | συνολοκληρώσεις |
κλητική | συνολοκλήρωση | συνολοκληρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνολοκληρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνολοκλήρωση < συν- + ολοκλήρωση
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνολοκλήρωση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνολοκλήρωση
|