συννεφάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | συννεφάκι | τα | συννεφάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | συννεφάκι | τα | συννεφάκια |
κλητική | συννεφάκι | συννεφάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- συννεφάκι < υποκοριστικό του σύννεφο
Ουσιαστικό επεξεργασία
συννεφάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του: σύννεφο
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σύννεφο
συννεφάκι
|