Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συνεύρημα τα συνευρήματα
      γενική του συνευρήματος των συνευρημάτων
    αιτιατική το συνεύρημα τα συνευρήματα
     κλητική συνεύρημα συνευρήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνεύρημα < συν- + εύρημα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνεύρημα ουδέτερο

  • εύρημα που εντοπίζεται μαζί με άλλα
    ※  Πρόκειται για ένα αντικείμενο σαφώς χρονολογημένο μεταξύ του 830 π.Χ. και του 730 π.Χ., όπως αποδεικνύουν τα συνευρήματα από τον τάφο. (εφ. Το Βήμα, 24.11.2008)

  Μεταφράσεις επεξεργασία