Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνδιακονητής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
συνδιακονητ
ής
οι
συνδιακονητ
ές
γενική
του
συνδιακονητ
ή
των
συνδιακονητ
ών
αιτιατική
τον
συνδιακονητ
ή
τους
συνδιακονητ
ές
κλητική
συνδιακονητ
ή
συνδιακονητ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
συνδιακονητής
<
συν-
+
διακονητής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συνδιακονητής
αρσενικό
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνδιακονητής