συναθλητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συναθλητής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συναθλητής αρσενικό (θηλυκό συναθλήτρια)
- αθλητής που αγωνίζεται στο ίδιο άθλημα με κάποιον άλλον
Μεταφράσεις επεξεργασία
συναθλητής
|
Πηγές επεξεργασία
- συναθλητής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- συναθλητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας