Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συναδελφικότης αἱ συναδελφικότητες
      γενική τῆς συναδελφικότητος τῶν συναδελφικοτήτων
      δοτική τῇ συναδελφικότητι ταῖς συναδελφικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν συναδελφικότητα τὰς συναδελφικότητᾰς
     κλητική ! συναδελφικότης συναδελφικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συναδελφικότης < συναδελφικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συναδελφικότης, -ητος θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία