Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
συναγρῐδ-
ονομαστική συναγρίς αἱ συναγρίδες
      γενική τῆς συναγρίδος τῶν συναγρίδων
      δοτική τῇ συναγρίδ ταῖς συναγρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συναγρίδ τὰς συναγρίδᾰς
     κλητική ! συναγρίς* συναγρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συναγρίδε
γεν-δοτ τοῖν  συναγρίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συναγρίς < συν- + ἀγρίς < ἄγρα
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: συναγρίδα νέα ελληνικά: συναγρίδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συναγρίς, -ίδος θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις σύν και ἄγρα

  Πηγές επεξεργασία