συμφυγάς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | συμφυγάς | οἱ/αἱ | συμφυγάδες |
γενική | τοῦ/τῆς | συμφυγάδος | τῶν | συμφυγάδων |
δοτική | τῷ/τῇ | συμφυγάδῐ | τοῖς/ταῖς | συμφυγάσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν/τὴν | συμφυγάδᾰ | τοὺς/τὰς | συμφυγάδᾰς |
κλητική ὦ! | συμφυγάς | συμφυγάδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συμφυγάδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συμφυγάδοιν | ||
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «φυγάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασυμφυγάς, -άδος αρσενικό ή θηλυκό (και ως επίθετο)
- συνεξόριστος, φυγάδας μαζί με άλλον
Πηγές
επεξεργασία- συμφυγάς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συμφυγάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.