συμπαθητικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συμπαθητικότης | αἱ | συμπαθητικότητες | ||||
γενική | τῆς | συμπαθητικότητος | τῶν | συμπαθητικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | συμπαθητικότητι | ταῖς | συμπαθητικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | συμπαθητικότητα | τὰς | συμπαθητικότητας | ||||
κλητική ὦ! | συμπαθητικότης | συμπαθητικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συμπαθητικότης (μαρτυρείται από το 1861) [1] < συμπαθητικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμπαθητικότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 946, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου